ἐμβολεύς — anything put in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβολεύς — ο βλ. εμβολέας … Dictionary of Greek
ἐμβολεῖς — ἐμβολεύς anything put in masc acc pl ἐμβολεύς anything put in masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολῆς — ἐμβολεύς anything put in masc nom pl ἐμβολεύς anything put in masc nom/voc pl ἐμβολή putting in fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολέων — ἐμβολεύς anything put in masc gen pl ἐμβολέω̆ν , ἐμβολεύς anything put in masc gen pl ἐμβολή putting in fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολεῖ — ἐμβολεύς anything put in masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολεῦσιν — ἐμβολεύς anything put in masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολέως — ἐμβολέω̆ς , ἐμβολεύς anything put in masc gen sg ἐμβολεύς anything put in masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμβολέας — ο (Α ἐμβολεύς) νεοελλ. 1. ξύλινο όργανο με το οποίο ωθείται το βλήμα στο κοίλο τού πυροβόλου κατά το γέμισμα 2. στον πληθ. οι εμβολείς οι άντρες που συγκροτούν το άγημα εμβολής αρχ. 1. οτιδήποτε μπήγεται σε κάτι, πάσσαλος, έμβολο 2. φυτευτήρι,… … Dictionary of Greek
ἐμβολῇ — ἐμβολῆι , ἐμβολεύς anything put in masc dat sg (epic ionic) ἐμβολή putting in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβολέα — ἐμβολέᾱ , ἐμβολεύς anything put in masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)